- ἠρεμίζεται
- ἠρεμίζωbring to restpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηρεμίζω — (Α ἠρεμίζω) [ηρέμα]·1. φέρω κάτι σε ηρεμία, καθησυχάζω κάτι 2. ηρεμώ, είμαι ήρεμος, ησυχάζω αρχ. παθ. ἠρεμίζομαι είμαι ήσυχος («καθίσταται καί ἠρεμίζεται», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek